- εφεδρίζω
- ἐφεδρίζω (Α) [εφέδρα]1. παίζω τον εφεδρισμό*, κάθομαι στη ράχη τού συμπαίκτη που νίκησα2. (μτχ. ενεστ.) Ἐφεδρίζοντεςτίτλος έργου τού Φιλήμονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφεδρισμός — ἐφεδρισμός ή ἐφεδριασμός, ὁ (Α) [εφεδρίζω] παιχνίδι κατά το οποίο αυτός που έχανε μετέφερε τον νικητή στην πλάτη του (πρβλ. τα νεώτ. παιχνίδια «καβάλα», «μηλαράκια») … Dictionary of Greek
εφεδριστήρ — ἐφεδριστήρ και ἐφεδρίτης, ὁ (Α) [εφεδρίζω] αυτός που παίζει το παιχνίδι εφεδρισμός … Dictionary of Greek
ՅՈՂԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0367 Chronological Sequence: Early classical, 6c չ. περιεργάζομαι, περιέρχομαι curiositate utor. curiose perquiro, circumeo. Յողն կալ. յողնիլ. թիկնայեց յանհոգս նստիլ. յուլանալ եւ հանգչել, առաւել ʼի խնդիր լինելով վնասակար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)